Ἀρείον' — Ἀρείονα , Ἀρείων masc acc sg Ἀρείονι , Ἀρείων masc dat sg Ἀρείονε , Ἀρείων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρείον' — ἀρείονα , ἀρείων better neut nom/voc/acc comp pl ἀρείονα , ἀρείων better masc/fem acc comp sg ἀρείονι , ἀρείων better dat comp sg ἀρείονε , ἀρείων better nom/voc/acc comp dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρειον — Ἄρειος devoted to Ares masc/fem acc sg Ἄρειος devoted to Ares neut nom/voc/acc sg Ἄρειος devoted to Ares masc acc sg Ἀρείων masc voc sg Ἄρεῑον , Ἀρεῖος masc acc sg ἄρειος masc acc sg ἄρειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρείων — ἀρείων ( ονος), ον (Α) (χρησιμοποιείται ως συγκριτικός του αγαθός πρβλ. άριστος) 1. ικανότερος, ισχυρότερος, ανώτερος ως προς τη σωματική δύναμη, την καταγωγή ή τον πλούτο 2. στη Μυκην. η λ. (aro2e και aro2a) προσδιορίζει ενδύματα και τροχούς… … Dictionary of Greek
Арии — Ожерелье, датируемое I м тысячелетием до н. э., найденное при раскопках на территории современного Ирана в Гилянe Арии (др. инд. ārya , авест … Википедия
APHIDAS — Centaurus Ἀφείδας Graece. Item XIV. et ultimus ex Erecthei familia Athenarum Rex. Vide Meursium de regno Attico l. 3. c. 9. Praefuit annum 1. post Oxyntem; et Thymoeti locum fecit, quem vide. Sub hoc Aphidante, Atheniensibus hoc Dodonaei Iovis… … Hofmann J. Lexicon universale
Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… … Dictionary of Greek
μαυλισταρειόν — μαυλισταρειόν, τὸ (Μ) τόπος όπου ζουν μαυλίστρες, περιοχή όπου βρίσκονται πορνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαυλιστραρειόν < μαυλίστρα + κατάλ. αρειόν (πρβλ. πλυστ αρειό, σκουπιδ αρειό)] … Dictionary of Greek
πολυκαισαρίη — ἡ, Α η ταυτόχρονη βασιλεία πολλών καισάρων («βουλευομένου δὲ Καίσαρος Ἄρειον εἰπεῖν λέγουσιν οὐκ αγαθόν πολυκαισαρίη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καῖσαρ + κατάλ. ία / ίη] … Dictionary of Greek
όναιον — ὄναιον και πιθ. τ. ὀνάϊον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀρεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ὄνειος (ΙΙ)] … Dictionary of Greek